- λογιστικός
- -ή, -ό (Α λογιστικός, -ή, -όν) [λογιστός]ο ικανός να κάνει υπολογισμούς, ο επιτήδειος να λογαριάζεινεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογιστή, στη λογιστική, στους λογαριασμούς («λογιστικά βιβλία»)2. το θηλ. ως ουσ. η λογιστικήεπιστημονικός κλάδος και τεχνική τής τήρησης λογιστικών βιβλίων, τής κατάστρωσης πιστωτικοχρεωστικών ή άλλης φύσης λογαριασμών, τής καταγραφής τών οικονομικών πράξεων τών επιχειρήσεων, με σκοπό την παρακολούθηση τής οικονομικής κατάστασης και τής πορείας τών εργασιών τους και τον έλεγχο τής εφαρμογής τού προϋπολογισμού και τού προγράμματος δράσης τουςμσν.-αρχ.(το θηλ. ή ουδ. ως ουσ.) ἡ λογιστική ή τὸ λογιστικὸνη πρακτική αριθμητική, οι λογαριασμοί («αριθμητικὴ καὶ λογιστικὴ καὶ γεωμετρία», Πλάτ.)αρχ.1. ο προικισμένος με λογικό, λογικός, έλλογος («λογιστικὰ ζῷα», Αριστοτ.)2. αυτός που έχει ασκηθεί στο να σκέφτεται σωστά, που χρησιμοποιεί το λογικό του, λογικός («οὐ μέντοι λογιστικός γε οὐδέ πάνυ φρόνιμος ἐδόκει εἶναι», Ξεν.)3. το ουδ. ως ουσ. οι δαπάνες τής λογιστείας.επίρρ...λογιστικώς και -ά (AM λογιστικῶς)νεοελλ.με υπολογισμούς, με λογιστικό τρόπομσν.-αρχ.μόνο με λογισμό και όχι με πράξεις.
Dictionary of Greek. 2013.